Η ίδια η σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ ψυχολόγου και ατόμου λειτουργεί θεραπευτικά, καθώς χαρακτηρίζεται από ειλικρίνεια, αμεσότητα, αποδοχή, μοίρασμα σκέψεων, εμπειριών και συναισθημάτων.
Δημιουργείται προοδευτικά ένας ‘’χώρος’’ μεταξύ των δυο αυτών ανθρώπων, όπου μπορεί να χωρέσει τα πάντα.
Πρόκειται για μια προσπάθεια από τη μεριά του ψυχολόγου να κατανοήσει σε βάθος τον κόσμο του άλλου, να μην κρίνει αλλά να βλέπει την πραγματικότητα του άλλου ανθρώπου σαν να έχει τα δικά του μάτια. Ταυτόχρονα, καλείται να είναι και ‘’έξω’’ από την κατάσταση για να μπορεί να στέκεται ουσιαστικά δίπλα στο άτομο χωρίς να παρασύρεται.
Καμία μέθοδος και καμία τεχνική δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική χωρίς αυτά τα στοιχεία στη σχέση. Κάθε άτομο έχει μέσα του τις απαντήσεις στα ερωτήματα που το απασχολούν και ο ψυχολόγος συμβάλλει στο να έρθει σε επαφή με την προσωπική του αλήθεια και να την εκφράσει.
Χρειάζεται χρόνος και προσπάθεια προκειμένου το άτομο να συνειδητοποιήσει, να εξωτερικεύσει, να δημιουργήσει και να αναπτύξει εναλλακτικούς και πιο ικανοποιητικούς τρόπους να υπάρχει και να σχετίζεται με τον εαυτό του και τους άλλους.
Ο ψυχολόγος συνοδεύει και στηρίζει κάθε άτομο στον αγώνα του να πραγματωθεί, να μένει όρθιος στις δυσκολίες της ζωής, να εκτιμά τις χαρές της και να προχωρά παραπέρα.
Όταν δεν νιώθω καλά… Όταν έχω προσπαθήσει να βρω λύση σε αυτό που με απασχολεί, αλλά δεν τα έχω καταφέρει. Όταν προσπαθώ να πάρω μια απόφαση, αλλά φαίνεται αδύνατο. Ενδεχομένως να το έχω συζητήσει και με γνωστούς και φίλους, αλλά ούτε έτσι κατέληξα κάπου. Όταν νιώθω πως δεν μπορώ να μοιραστώ με κανέναν αυτό που μου συμβαίνει, αυτά που σκέφτομαι. Όταν νιώθω πως δεν αντέχω άλλο αυτήν την κατάσταση και είναι η στιγμή που κάτι πρέπει να κάνω.
Η βασικότερη διαφορά των 2 αυτών ειδικοτήτων είναι πως ο ψυχολόγος δεν χορηγεί φαρμακευτική αγωγή, ενώ ο ψυχίατρος έχει το νόμιμο δικαίωμα να συνταγογραφεί. Αυτό συμβαίνει γιατί ο ψυχίατρος έχει φοιτήσει στην ιατρική σχολή με ειδικότητα στην ψυχιατρική, ενώ ο ψυχολόγος έχει φοιτήσει στην σχολή ψυχολογίας. Ο επαγγελματίας ψυχολόγος που ασχολείται με την ψυχοθεραπεία μετεκπαιδεύεται στο μοντέλο ψυχοθεραπείας που του ταιριάζει και έτσι είναι ο πλέον ειδικός για να δουλέψει με τα άτομα που επιθυμούν να γνωρίσουν καλύτερα τον εαυτό τους.
Ο ψυχολόγος, ανεξαιρέτως του πλαισίου στο οποίο εργάζεται, τηρεί το επαγγελματικό απόρρητο όχι μόνο για τα άτομα που βλέπει, αλλά και για θέματα που αφορούν στο εκάστοτε πλαίσιο. Υπάρχει απόλυτη εχεμύθεια για ό,τι του εμπιστεύεται το άτομο. Λύση της τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου επιτρέπεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπου ο ψυχολόγος κρίνει πως κινδυνεύει η ζωή ή η ασφάλεια του ατόμου ή η ζωή/ ασφάλεια τρίτων προσώπων και σαφώς ενημερώνει το άτομο πως πρόκειται να προβεί σε αυτήν την ενέργεια.
Η δουλειά με τον εαυτό μας, η ψυχοθεραπεία όπως συνηθίζεται να την ονομάζουμε, είναι μια πολύ προσωπική διαδικασία. Ο καθένας από μας δυσκολεύεται με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο και χρειάζεται τον χρόνο του για να συνδεθεί με το μέσα του, να νιώσει και να καταλάβει τι τον απασχολεί, πόσο και πώς τον βαραίνει, τι θα κάνει με αυτό. Με σεβασμό λοιπόν στην μοναδικότητα του κάθε ατόμου, δεν υπάρχει συγκεκριμένο χρονικό όριο, παρά μόνο η αίσθηση του ιδίου ότι νιώθει καλύτερα, ότι χειρίζεται τις καταστάσεις που τον/την δυσκολεύουν πιο λειτουργικά, πιο αποτελεσματικά. Απαραίτητη βέβαια είναι και η σύμφωνη γνώμη του ψυχολόγου. Άλλωστε η ψυχοθεραπεία, ατομική και ομαδική, βασίζεται στην αλληλεπίδραση, κανένας ειδικός δεν μπορεί να κάνει κάτι μόνος του, χρειάζεται να το θέλει το ίδιο το άτομο.
Όταν βλέπω στο παιδί μου συμπεριφορές που δυσκολεύομαι να εξηγήσω ή να χειριστώ και έχουν να κάνουν με τον ίδιο/α, με την οικογένεια μας, τις παρέες του/της, το σχολείο ή κάποιο άλλο εξωσχολικό πλαίσιο.
Ενδεικτικά αναφέρω κάποιες συμπεριφορές που μπορεί να με απασχολούν, να με προβληματίζουν για το παιδί μου: να μην πιστεύει στον εαυτό του, να ντρέπεται, να απομονώνεται· να ζηλεύει τα αδέρφια του, να μην με ακούει, να υπάρχουν εντάσεις ή και συγκρούσεις στην οικογένεια μας· να συναναστρέφεται με ‘’κακές’’ παρέες, να θέλει να είναι το επίκεντρο ανάμεσα στους φίλους ή αντίθετα να κάνει ό,τι του ζητάνε οι άλλοι, να θέλει να είναι αποδεκτός από όλους· να μην θέλει να πάει σχολείο, να είναι επιθετικό προς άλλα παιδιά ή και καθηγητές κ.ά.
Σημαντικό επίσης είναι να απευθυνθώ σε ψυχολόγο- ψυχοθεραπευτή για το παιδί μου όταν έχει έρθει ή πρόκειται να έρθει μια σημαντική αλλαγή στην ζωή του (διαζύγιο, θάνατος, ασθένεια, αλλαγή περιοχής- σχολείου) και αναρωτιέμαι ποιος είναι ο καταλληλότερος τρόπος να το χειριστώ ή να το προετοιμάσω για να έχει την καλύτερη δυνατή προσαρμογή και ταυτόχρονα να εκφράσει και το ίδιο το παιδί πώς νιώθει για αυτό.
Μέσα στο κλίμα εμπιστοσύνης και ασφάλειας της ομάδας και της ψυχοδραματικής σκηνής, καλείσαι να είσαι ο εαυτός σου και να εκφράσεις τις προσωπικές και κοινωνικές σου ανησυχίες, ανάγκες, βιώματα, επιθυμίες, όνειρα. Εμπλέκοντας το λόγο και το σώμα σου διερευνάς στο “εδώ και τώρα” τον τρόπο που λειτούργησες και λειτουργείς στις στιγμές και καταστάσεις ζωής που σε ενδιαφέρουν. Γίνεσαι πιο δημιουργικός και αυθόρμητος ανακαλύπτοντας, αναπτύσσοντας και ενσωματώνοντας νέους τρόπους για να υπάρχεις και να ενεργείς, που μέχρι πρότινος δεν ήξερες ότι είχες και τους οποίους δεν θα έβρισκες χρησιμοποιώντας κάποια άλλη συμβατική μέθοδο ανακάλυψης του εαυτού. Βρίσκεις ενεργητικά τις δικές σου απαντήσεις και συμβάλλεις στο να βρουν και οι άλλοι τις δικές τους, αντί να δέχεσαι παθητικά τις “απαντήσεις” που σου δίνονται. “Ανοίγεις προς την ζωή”, γιατί όπως λέει ο Max Clayton “το ψυχόδραμα είναι ζέσταμα για την ζωή, είναι ζωή!”.
Ένα ποίημα του Moreno το αποτυπώνει πολύ όμορφα:
“Μια συνάντηση για δυο
μάτια με μάτια,
πρόσωπο με πρόσωπο.
Κι όταν θα’ μαστε κοντά ο ένας στον άλλον
θα πάρω τα μάτια σου
και θα δω μέσα απ’ αυτά.
Κι εσύ θα πάρεις τα δικά μου
και θα δεις μέσα απ’ αυτά.
Τότε θα δω εμένα μέσα απ’ τα δικά μου”.
Στόχος είναι χρησιμοποιώντας το ψυχόδραμα κι άλλα εκφραστικά μέσα (παιχνίδι, ζωγραφική, παραμύθι, χορό, μουσική), να έρθουν τα παιδιά σ’ επαφή με τα συναισθήματα τους, να μάθουν να τ’ αναγνωρίζουν και να τα εκφράζουν ευκολότερα, τόσο στον εαυτό τους όσο και στο περιβάλλον τους. Μέσα από τις ομάδες αυτές συμβάλλουμε:
- στην αύξηση της εμπιστοσύνης στον εαυτό τους
- στην ενίσχυση της αυτοεκτίμησης & αυτοπεποίθησής τους
- στην καλύτερη ή περισσότερη επίγνωση των σκέψεων, των συναισθημάτων & της πραγματικότητάς τους
- στην ανάπτυξη της ομαδικότητας & της συνεργασίας
- στην ενίσχυση της ευελιξίας & της δημιουργικότητας
- στη βελτίωση της αλληλεπίδρασης & στην καλύτερη κοινωνική ενσωμάτωση
- στην δημιουργία πιο λειτουργικών σχέσεων στην καθημερινότητά τους
Συνοδοιπόρος σ” αυτό το ταξίδι είναι ο ψυχοδραματιστής, ο οποίος δεν κρίνει, δεν κατακρίνει, δεν αναλύει, δεν ερμηνεύει, καθώς σημασία δεν έχει η καλλιτεχνικότητα του δημιουργήματος, αλλά η περιήγηση και η επίγνωση που αποκτά το παιδί μέσα από τα δρώμενα.