Δημοσιευμένο άρθρο μου με τίτλο: “Οικογένεια χωρίς Διαζύγιο, Οικογένεια με Διαζύγιο. Ποιος ο Ρόλος του Εκπαιδευτικού”,
μέρος του συλλογικού έργου με τίτλο: “Η Ψυχική Υγεία των Παιδιών στην Κοινωνία της Κρίσης”, Αθήνα, Εκδόσεις: Ταξιδευτής & Πολιτιστική Κίνηση Εκπαιδευτικών Α’/ θμιας Εκπαίδευσης, 2014.
Παρόλο που σε κάποιες περιπτώσεις το διαζύγιο και ο χωρισμός αποτελούν την καλύτερη λύση, οι μέχρι τώρα έρευνες δείχνουν ότι ο χωρισμός των γονέων αποτελεί τραυματική εμπειρία, τόσο για το παιδί, όσο και για τους γονείς. Σήμερα, υπάρχουν διάφοροι τύποι οικογενειών, γεγονός που δείχνει ότι η παραδοσιακή, πυρηνική οικογένεια δεν αποτελεί το μοναδικό μοντέλο. Η ποικιλία στη μορφή της αποτελεί τη σημαντικότερη αλλαγή που έχει γίνει στο θεσμό αυτό μετά τη βιομηχανική εποχή: ζευγάρια παντρεμένα με παιδιά, ζευγάρια ανύπαντρα με παιδιά, ζευγάρια χωρισμένα – με διαζύγιο ή χωρίς – με παιδιά. Η οικογένεια όμως, ανεξάρτητα από τη μορφή την οποία έχει, εξακολουθεί να αποτελεί πολύ σημαντικό πλαίσιο για την υγιή ψυχοκοινωνική ανάπτυξη και προσαρμογή των μελών της, και κυρίως των παιδιών. Είναι σημαντικό επομένως, να εξασφαλιστούν οι συνθήκες εκείνες που θα βοηθήσουν τους γονείς να φτιάξουν ένα χαρούμενο και υγιές πλαίσιο για τα μέλη τους.
Το διαζύγιο είναι το γεγονός ζωής που λαμβάνει τη 2η υψηλότερη θέση πρόκλησης στρες ανάμεσα σε 43 θεωρητικά τραυματικές καταστάσεις, οι οποίες είναι καταγεγραμμένες στην Κλίμακα Κοινωνικής Αναπροσαρμογής των Holmes και Rahe (1967). Με τον όρο διαζύγιο στην ουσία αναφερόμαστε στην διάλυση της συντροφικής σχέσης των γονέων και της συμβίωσης τους και ίσως αυτό από μόνο του να μην αποτελεί πηγή μακροχρόνιων προβλημάτων. Αυτό που σίγουρα επηρεάζει τα παιδιά και προκαλεί συναισθηματικές καταστάσεις πολύπλοκες με ψυχολογικό αντίκτυπο, είναι οι εντάσεις μιας πικρόχολης οικογενειακής ζωής, η οποία προηγείται του χωρισμού ή του διαζυγίου και σε κάποιες περιπτώσεις συνεχίζεται και μετά από αυτόν.
Πολλά παιδιά και έφηβοι ερμηνεύουν το διαζύγιο ως απόρριψη ή εγκατάλειψη των ίδιων. Αναπτυξιακά άλλωστε, είναι στη φάση που ερμηνεύουν, κατανοούν τον κόσμο με βάση τον εαυτό τους, εγωκεντρικά δηλαδή. Δεν κατανοούν ή δεν μπορούν ακόμα να κατανοήσουν όλες τις επιπτώσεις που έχει ένας δυστυχισμένος γάμος στους ενήλικες. Για τους περισσότερους ενήλικες που περνούν την διαδικασία του χωρισμού, ο κόσμος καταρρέει και είναι πραγματικά πολύ εύκολο να αγνοήσουν, να μειώσουν τη σημασία ή να αποτύχουν να υποστηρίξουν το παιδί σε αυτήν την δοκιμασία. Αναδύονται στους ενήλικες οδυνηρά συναισθήματα, όπως θυμός, ενοχή, πόνος, άγχος, απόγνωση, καθώς έρχονται αντιμέτωποι με την αποτυχία της σχέσης τους ή και την αναθεώρηση της ζωής τους ολόκληρης και σε αυτήν την διαδικασία βλέπουμε στην κλινική πράξη πως είναι πολύ σύνηθες να δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν και να αναλάβουν το δικό τους κομμάτι ευθύνης και να το “πετάνε” στον άλλον, στον πρώην σύντροφο. Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι τα παιδιά να βρίσκονται στη μέση των εναλλασσόμενων πυρών, με ό,τι δυσμενές αυτό συνεπάγεται για την συγκρότηση και ανάπτυξη της ψυχοσύνθεσης τους.
Τι συμβαίνει όμως με τα συναισθήματα των παιδιών; Με την απόγνωση, το θυμό, τη λύπη, την ντροπή ή τη σύγχυση που βιώνουν; Ίσως να έχετε διαβάσει ή ακούσει ότι τα παιδιά θεωρούν τον εαυτό τους υπεύθυνο για την διάλυση του γάμου των γονιών τους και ότι αισθάνονται μεγάλες ενοχές για αυτό. Στην πραγματικότητα, πολύ πιο συνηθισμένος είναι ο θυμός απέναντι στους γονείς εξαιτίας του χωρισμού. Τα παιδιά, όλων των ηλικιών, συχνά εκφράζουν την επιθυμία για επανασύνδεση των γονιών τους και κατηγορούν τον καθέναν ή και τους δυο μαζί για την ρήξη. Τα πιο πολλά παιδιά δεν θέλουν να χωρίσουν οι γονείς τους και ίσως νιώσουν πως ο πατέρας ή η μητέρα τους δεν έχουν λάβει υπόψη τα συμφέροντα τους.
Συνήθως τα παιδιά προσχολικής ηλικίας φαίνεται να λυπούνται πολύ και να τρομάζουν όταν οι γονείς τους χωρίζουν, πράγμα που τα κάνει να προσκολλώνται πολύ πάνω τους και να γίνονται πιο απαιτητικά. Δεν είναι ασυνήθιστοι οι φόβοι την ώρα του ύπνου και η άρνηση να μείνουν μόνα τους έστω και για λίγα λεπτά. Τα παιδιά που φοιτούν στο σχολείο ή πηγαίνουν στον παιδικό σταθμό είναι δυνατόν να ταράζονται όταν πρόκειται να φύγουν, και ίσως διαμαρτύρονται έντονα την ώρα της αναχώρησης. Παρουσιάζουν ζωηρές φαντασιώσεις εγκατάλειψης, θανάτου των γονιών ή τραυματισμού, και μπορεί να εκδηλώνουν επιθετικότητα απέναντι σε άλλα παιδιά και να μαλώνουν με τα αδέρφια τους.
Στα κάπως μεγαλύτερα παιδιά, στα παιδιά σχολικής ηλικίας, η θλίψη και η λύπη παραμένουν ένα κυρίαρχο χαρακτηριστικό γνώρισμα, αλλά ο θυμός γίνεται περισσότερο αισθητός. Ο θυμός συνήθως κατευθύνεται προς τους γονείς, ιδιαίτερα προς εκείνον με τον οποίο το παιδί ζει. Ανεξάρτητα από τα πραγματικά γεγονότα που οδήγησαν στη διάλυση του γάμου, ο γονιός με τον οποίο ζει το παιδί είναι πιθανό να κατηγορηθεί για οτιδήποτε έχει συμβεί, ενώ ο απών γονιός είναι αρκετά πιθανό να εξιδανικευτεί.
Τα παιδιά στην προεφηβική ηλικία τείνουν να εκδηλώνουν λιγότερο τον εσωτερικό τους πόνο και τη στεναχώρια. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο πόνος δεν υφίσταται. Απλώς τα παιδιά τον συγκαλύπτουν και ίσως αναζητήσουν τρόπους για να ξεχαστούν μέσα από το παιχνίδι και άλλες δραστηριότητες, στα οποία επιδίδονται με ασυνήθιστο ζήλο. Τα παιδιά αυτής της ηλικίας δυσκολεύονται να συζητούν για αυτά που αισθάνονται εξαιτίας του πόνου και της αμηχανίας που τους προκαλούν. Κάτω από αυτήν τη φαινομενική αδιαφορία υπάρχει θυμός, ενώ και πάλι είναι δυνατόν να ευθυγραμμιστούν σε μεγάλο βαθμό με τον ένα γονέα και να αρνηθούν ακόμα και να δουν τον άλλον.
Τέλος οι έφηβοι, αρκετές φορές παρουσιάζουν έκδηλη θλίψη ή υποτιθέμενη αδιαφορία και δίνουν την εντύπωση ότι αποσύρονται από την οικογενειακή ζωή και καταφεύγουν σε άλλες σχέσεις, εκτός σπιτιού. Οι φίλοι ίσως γίνουν η εναλλακτική λύση, καθώς προσφέρουν την αίσθηση του ανήκειν, της συνέχειας και της σταθερότητας. Άλλες φορές πάλι, κλείνονται στον εαυτό τους και δεν θέλουν κανέναν, γιατί νιώθουν πως κανείς δεν μπορεί να τους καταλάβει και πως μόνο αυτοί περνάνε αυτήν την κατάσταση. Ενδέχεται επίσης, να έρθουν στην επιφάνεια ανησυχίες σχετικά με τις δικές τους σχέσεις, το σεξ και το γάμο.
Ένας χωρισμός των συζύγων μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τα παιδιά να επανεξετάσουν τις δικές τους σχέσεις με τους γονείς τους και πράγματι να θέσουν υπό αμφισβήτηση όλες τις κοινωνικές τους σχέσεις. Συγκεκριμένα, τα μικρότερα παιδιά κάνουν την οδυνηρή συνειδητοποίηση ότι όλες οι κοινωνικές σχέσεις δεν διαρκούν για πάντα. Αν η μαμά και ο μπαμπάς μπορούν να δώσουν τέλος στο γάμο τους, τότε τι είναι ασφαλές; Δεν θα μπορούσε να συμβεί το ίδιο και στη δική τους σχέση με τη μαμά ή τον μπαμπά; Τέτοιες αντιδράσεις αποτελούν εκδηλώσεις φόβου εγκατάλειψης από τον έναν ή και από τους δυο γονείς, και πιθανόν τέτοιοι φόβοι να είναι περισσότερο έντονοι αν έχει σταματήσει η επικοινωνία με τον έναν γονιό. Επίσης, τα πράγματα είναι άσχημα αν ενισχύεται από τους γονείς η λαχτάρα του παιδιού για επανασύνδεση η οποία δεν πραγματοποιείται, ή όταν αναποφάσιστοι γονείς χωρίζουν, ξανασμίγουν, ξαναχωρίζουν κ.ο.κ ή όταν παρατηρείται σύγκρουση ανάμεσα στους αγαπημένους του γονείς σχετικά με το μοίρασμα της αγάπης. Αν όμως, οι σχέσεις ανάμεσα στους γονείς και το παιδί παραμένουν άθικτες και υποστηρικτικές, αυτοί οι φόβοι συνήθως έχουν μικρή χρονική διάρκεια.
Υπάρχουν φορές που τα παιδιά παραμελούνται κατά την διάρκεια του διαζυγίου και αφήνονται σε ένα συναισθηματικό κενό, καθώς οι γονείς είναι πολύ απασχολημένοι και απορροφημένοι με τα δικά τους, για να είναι ουσιαστικά κοντά στα παιδιά και να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους. Οι εκπαιδευτικοί που περνούν καθημερινά πολλές ώρες μαζί τους, κάποιες φορές περισσότερες και από τους ίδιους τους γονείς, εύκολα συχνά εντοπίζουν την διαφορά, την αλλαγή στην ψυχολογία τους, τις συναισθηματικές τους μεταπτώσεις. Και για αυτό μπορούν να αποτελέσουν έναν πολύτιμο συνοδοιπόρο σε αυτό το δύσκολο ταξίδι.
Μέσα στον σύνθετο ρόλο τους, συγκαταλέγεται η ικανότητα τους να ακούνε με προσοχή και επί της ουσίας αυτό που έχει να πει το κάθε παιδί, καλούνται με άλλα λόγια να συναισθανθούν αυτό που εκφράζει. Αν και πρόκειται για έννοιες που με την πάροδο του χρόνου χρησιμοποιούνται όλο και πιο συχνά, η συναίσθηση είναι μια έννοια δύσκολη και περίπλοκη, γιατί προϋποθέτει το να είμαι σε επαφή με τον εαυτό μου και το να μένω ανοιχτός σε ό,τι καινούργιο έρχεται και προκύπτει.
Έχοντας αυτό σαν αρχή λοιπόν και προκειμένου οι εκπαιδευτικοί να ενσωματώσουν τα παιδιά που αντιμετωπίζουν τέτοιου είδους δυσκολίες στην τάξη, αλλά και να κάνουν τα υπόλοιπα παιδιά της τάξης πιο δεκτικά σε νέες ή διαφορετικές καταστάσεις, μπορούν να ανοίξουν αυτά τα θέματα προς συζήτηση μέσα στην τάξη, αφιερώνοντας τους το χρόνο και το χώρο έκφρασης που τους αξίζει. Έτσι οι εκπαιδευτικοί σχετίζονται ουσιαστικά με όλα τα κομμάτια του ρόλου τους. Σε μια κοινωνία άλλωστε σαν τη δική μας, με τέτοια πολυπολιτισμικότητα και πολυμορφία στις οικογένειες, καλούνται οι εκπαιδευτικοί, όπως και όλοι μας, να είμαστε συνδεδεμένοι με το μέσα μας για να καταφέρουμε να είμαστε συνδεδεμένοι και με τους άλλους γύρω μας και συνεπώς να καταφέρουμε να φτιάξουμε σχέσεις αποδοχής και όχι απόρριψης.
Μόνον έτσι θα μπορέσουν και οι γονείς να εξασφαλίσουν ένα υγιές πλαίσιο ανάπτυξης της προσωπικότητας των παιδιών τους και όντας σε συνεργασία με τους εκπαιδευτικούς, θα μπορέσουν και αυτοί από τη μεριά τους να το στηρίξουν και να το υποστηρίξουν. Η καλή αυτή επαφή με τον εαυτό, με τις πραγματικές επιθυμίες και ανάγκες, οδηγεί στην ξεκάθαρη επιλογή των γονιών, είτε αυτή είναι να μείνουν μαζί, είτε να μην μείνουν. Και αυτό είναι που θέλω να τονίσω τελειώνοντας, πως δεν έχει τόσο σημασία αν μένω ή δεν μένω στο γάμο, όσο η ποιότητα της σχέσης που έχω με τον σύντροφο μου, είτε μείνω είτε χωρίσω. Τα μπερδεμένα μηνύματα για το αν είμαι ή δεν είμαι με τον άλλον και η κακή επικοινωνία οδηγούν στη σύγχυση των παιδιών, ενώ τα ξεκάθαρα μηνύματα και η καλή επικοινωνία αποτελούν τη βάση για την ψυχική τους ισορροπία. Να μην ξεχνάμε λοιπόν, πως η οικογένεια είναι μια κοινωνική δομή που εξακολουθεί να υπάρχει και μετά την νομική της διάλυση, που σημαίνει πως εμείς οι δυο εξακολουθούμε να αποτελούμε την οικογένεια αυτού του παιδιού, ακόμα και αν έχουμε χωρίσει.