Το θέμα των προσωπικών μας ορίων και των ορίων στις διαπροσωπικές σχέσεις αναδύεται καθημερινά στη ζωή μας και μας απασχολεί πολύ περισσότερο απ’ ότι αντιλαμβανόμαστε. Τα όρια έχουν να κάνουν με το πώς είμαι με τον εαυτό μου και το πώς σχετίζομαι με τους άλλους. Έχουν να κάνουν με αυτό που είμαι, αυτό που θέλω να είμαι, καθώς και με το πώς είναι και πώς θέλω να είναι οι σχέσεις μου. Κι αν γίνεται τόσος λόγος γι’ αυτά, είναι επειδή θέλουμε να συνυπάρχουμε με τον εαυτό μας και τους σημαντικούς άλλους στη ζωή μας με τρόπο ουσιαστικό κι αρμονικό.

Συχνά προκύπτει ως ανάγκη να βάλουμε όρια, επειδή μια σχέση μας προβληματίζει ή δεν πάει έτσι όπως την θέλουμε. Για παράδειγμα, παρατηρούμε ότι τα παιδιά μας δεν μας ακούνε ή αντιδρούνε σε αυτό που τους ζητάμε, ο/η σύντροφος μας δεν μας καταλαβαίνει όσο θα θέλαμε ή καταπιέζουμε τις επιθυμίες μας, στις φιλικές – οικογενειακές σχέσεις φορτωνόμαστε πολλά ή εμπλέκεται πολύ ο ένας στη ζωή του άλλου, στο εργασιακό περιβάλλον ανεχόμαστε συμπεριφορές που μας βρίσκουν αντίθετους ή και δυσκολευόμαστε να ξεχωρίσουμε τι αντιστοιχεί στη θέση μας, πώς να αρνηθούμε και πώς να διεκδικήσουμε.

Το θέμα των ορίων απασχολεί τους γονείς πολύ συχνά, είτε έχουν παιδί σε βρεφική ηλικία είτε μεγαλύτερο. Πολλές διερωτήσεις, ανησυχία και αγωνία εμφανίζονται όταν το άτομο γίνεται γονιός. Κι αυτό γιατί στην πραγματικότητα δεν υπάρχει κάποια προϋπάρχουσα έτοιμη γνώση, αλλά καλείται να μάθει πώς να είναι γονιός, δηλαδή πώς να συνοδεύει το παιδί του και να το οριοθετεί στις διάφορες φάσεις της ανάπτυξης του.

Για πρώτη φορά στη ζωή του ατόμου είναι τόσο σημαντικό να δημιουργήσει ένα βαθύ συναισθηματικό δεσμό με φροντίδα, μοίρασμα, επικοινωνία και ταυτόχρονα να συμβάλει στην οικοδόμηση της ατομικότητας ενός άλλου ανθρώπου. Καλείται καθημερινά να συσχετίζεται με το παιδί του με τον καταλληλότερο τρόπο. Να υπάρχει μαζί του υποστηρικτικά, χωρίς να το υπερβαίνει και να το ξεπερνά, χωρίς να το προστατεύει υπερβολικά, αλλά και χωρίς να το αφήνει ανεξέλεγκτο, προσπάθεια πολύπλοκη και απαιτητική.

Όταν ακούμε τη λέξη όρια, το μυαλό μας πάει συνήθως στην απόσταση, σαν να βάζουμε γύρω μας ένα νοητό πλέγμα για προστασία. Το ζητούμενο είναι να θέτουμε τα όρια μας, δηλαδή τι θέλουμε, τι δεχόμαστε, τι ζητάμε και τι δίνουμε, με τέτοιον τρόπο που να νιώθουμε εντάξει με τον εαυτό μας. Αν τα βάζουμε αυστηρά, τότε γινόμαστε απόμακροι, τυπικοί, σοβαροί, ίσως και σκληροί όχι μόνο με τους άλλους αλλά και με εμάς τους ίδιους. Αν τα βάζουμε χαλαρά, επικρατεί σύγχυση, χανόμαστε στις επιθυμίες των άλλων ή γινόμαστε υπερβολικά φιλικοί κι εξυπηρετικοί για να αποφύγουμε μια ενδεχόμενη σύγκρουση.

Σε κάθε περίπτωση νιώθουμε δυσαρεστημένοι, θυμωμένοι, πληγωμένοι και αρκετά συχνά αποδίδεται η ευθύνη στον άλλον. Νιώθουμε ότι μας πιέζει, ότι δεν μας σέβεται, ότι θα έπρεπε να καταλαβαίνει από μόνος του πώς αισθανόμαστε και να μην κάνει ή να μην λέει κάποια πράγματα. Η δυσκολία μας να οριοθετήσουμε μια σχέση εκφράζεται κάποιες φορές με ξεσπάσματα, τα οποία δεν αποδίδουν την αλήθεια της έντασης μας, οπότε ούτε εμείς αισθανόμαστε καλά με τον τρόπο που το διαχειριζόμαστε ούτε οι άλλοι καταλαβαίνουν τι ακριβώς μας ενοχλεί. Άλλες φορές πάλι, η συσσωρευμένη απογοήτευση και τα ανείπωτα συναισθήματα δημιουργούν τέτοια χάσματα στην επικοινωνία, που μας οδηγούν στην απομάκρυνση και στην οριστική διακοπή της σχέσης.

Είναι εύκολο να χαθεί το σημείο εκείνο που στο όνομα της διακριτικότητας και της αποδοχής του άλλου, γινόμαστε υποχωρητικοί και παθητικοί με συνέπειες επιβαρυντικές τόσο για εμάς όσο και για τη σχέση μας. Είναι σημαντικό να μάθουμε να λέμε όχι αλλά και να το δεχόμαστε ως απάντηση. Ο μεγαλύτερος φόβος που αναδύεται είναι η σύγκρουση, γιατί μας φέρνει αντιμέτωπους με τον άλλον και με τον ίδιο μας τον εαυτό.

Το να υποστηρίξουμε τη θέση μας ή το να διεκδικήσουμε φέρνει στην επιφάνεια ευαίσθητα προσωπικά θέματα. Αν η σύγκρουση βιώνεται ως πιθανή καταστροφή, μας παραλύει και δεν μας αφήνει να δράσουμε με ελευθερία. Νιώθοντας ευάλωτα μικρός δεν μπορώ να με υποστηρίξω και να στηρίξω τις αποφάσεις μου. Φοβάμαι μήπως χάσω τη δουλειά μου, φοβάμαι μήπως χαλάσει η σχέση μου, φοβάμαι την απόρριψη, φοβάμαι ότι δεν μπορώ να αντιμετωπίσω την κατάσταση μόνος.

Αξίζει να εμπλεκόμαστε στις καταστάσεις που προκύπτουν στη ζωή μας και να μην μένουμε αμέτοχοι. Αξίζει να βγούμε από τις σκιές και να κάνουμε αισθητή την παρουσία μας. Μόνο έτσι ξεχωρίζουμε από τους άλλους, εκφράζουμε την ατομικότητα μας και μαθαίνουμε να στεκόμαστε στα πόδια μας. Έτσι γινόμαστε πιο δυνατοί. Κι αν επιλέξουμε να επιτεθούμε ή να φύγουμε από μια σχέση ή μια κατάσταση τότε είμαστε καλά με αυτό, νιώθουμε ότι μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τις συνέπειες και δεν υπάρχουν υπολείμματα που να μας τρώνε μέσα μας.

Ο τρόπος για να βάλω όρια και το μέτρο σε αυτά δεν είναι δεδομένα. Είναι αποτέλεσμα διαρκούς εσωτερικής διερώτησης. Τι θέλω να εκφράσω και πώς να το εκφράσω, ώστε κι εγώ να νιώθω καλά με εμένα κι ο άλλος να λαμβάνει το μήνυμα μου. Καμία στιγμή δεν είναι ίδια με τις άλλες. Καλούμαι να είμαι παρών σε ό,τι αναδύεται. Το ότι διαχειρίστηκα πολύ καλά μια συγκεκριμένη κατάσταση σε μια συγκεκριμένη στιγμή, δεν σημαίνει πως το ίδιο θα συμβαίνει πάντα. Είναι πρόκληση να κρατώ την ατομικότητα μου και ταυτόχρονα να αλληλεπιδρώ με τα άτομα που με αφορούν.

Η διαχωριστική γραμμή που ξεχωρίζει το πού τελειώνω εγώ και πού ξεκινά ο άλλος είναι λεπτή. Χρειάζεται επίγνωση του εαυτού και του πώς συμβάλλουμε εμείς στη σχέση. Αν αυτά που σκεφτόμαστε, αυτά που νιώθουμε και αυτά που εκφράζουμε είναι σε συμφωνία, βγαίνει προς τα έξω ο αληθινός, αυθόρμητος, εναρμονισμένος με τις ανάγκες του εαυτός, που ξέρει τι αντέχει και τι προσδοκά τόσο από τον ίδιο όσο κι από τους άλλους. Έτσι, μεταδίδουμε ξεκάθαρα μηνύματα στο άτομο που μας ενδιαφέρει, φτιάχνουμε λειτουργικές σχέσεις και θέτουμε τα όρια μας με τρόπο απλό και ουσιαστικό.