Μόλις πριν από λίγο καιρό ζήσαμε στη χώρα μας και παγκόσμια μια κατάσταση πρωτόγνωρη, που όμοια της δεν είχαμε ξαναζήσει. Προκειμένου να αποτραπεί η διάδοση του κορονοϊού, που έλαβε ταχύτατα διαστάσεις πανδημίας με εκατοντάδες χιλιάδες κρούσματα και νεκρούς, επιβλήθηκαν πρωτοφανή μέτρα αντιμετώπισης, όπως ο κατ’ οίκον περιορισμός, η κοινωνική απομόνωση, η απαγόρευση κυκλοφορίας. Συνθήκες ιδιαίτερης ψυχολογικής πίεσης, που στόχο είχαν να προφυλάξουν εμάς τους ίδιους, τους αγαπημένους και τους συνανθρώπους μας από τον ιό, να μην νοσήσουμε για να μην νοσήσει κι ο διπλανός μας.

Οι επιπτώσεις της καραντίνας είναι πολλές και μακροχρόνιες, τόσο σε ατομικό όσο και σε ευρύτερο κοινωνικό επίπεδο. Κάποιες είναι άμεσα ορατές, όπως στη σωματική υγεία και την οικονομία: άνθρωποι πέθαναν, νόσησαν, έμειναν άνεργοι ή άλλαξε το καθεστώς εργασίας τους. Οι ψυχολογικές επιπτώσεις είναι έμμεσες, αλλά εσωτερικές και βαθιές. Κάποιοι παραδέχονται ότι ζορίστηκαν κατά την διάρκεια της καραντίνας. Άλλοι λένε ότι πέρασαν ωραία, χαλάρωσαν, ξεκουράστηκαν. Ανάμεσα τους σίγουρα υπήρξαν και κάποιοι που βιώσαν δημιουργικά αυτήν την ξαφνική κρίση, ωστόσο το ερώτημα είναι αν αυτό που λέγεται είναι πάντα κι αυτό που βιώνεται.

Στην κλινική πρακτική, στις ατομικές και ομαδικές συναντήσεις, παρατηρούμε ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δυσκολεύτηκαν την περίοδο της καραντίνας κι ενώ τώρα έχει παρέλθει χρονικά εξακολουθούν να ζορίζονται. Φυσικά, το ανοιχτό ενδεχόμενο επόμενης καραντίνας συντηρεί την ανησυχία. Ο εγκλωβισμός, η αιφνίδια ανατροπή της καθημερινότητας, η στέρηση της ελευθερίας φέρνουν τα άτομα, θέλοντας και μη, σε επαφή με βαθύτερα ζητήματα της ύπαρξης τους. Ταυτόχρονα, το ότι ξαφνικά βρίσκονται με άπλετο ελεύθερο χρόνο στη διάθεσή τους που δεν ξέρουν πού και πώς να ξοδέψουν, ενισχύει την πλήξη και την απογοήτευση, δημιουργώντας μια αίσθηση κενού και ματαιότητας.

Συναισθήματα στρες, άγχους κι αγωνίας κυριαρχούσαν την περίοδο της καραντίνας. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης στην προσπάθεια τους να πείσουν τον κόσμο να μείνει στο σπίτι, καλλιεργούσαν τον πανικό, ενώ συγχρόνως βομβάρδιζαν με προτάσεις για ευχάριστες δραστηριότητες και συνθήματα ενθάρρυνσης και ομαδικής αλληλεγγύης. Ο φόβος μήπως μολυνθούν και μολύνουν ήταν μεγάλος και σε κάποιες περιπτώσεις οδήγησε σε απορριπτικές συμπεριφορές προς τον συνάνθρωπο, είτε προς αυτόν που νοσούσε είτε προς τους ηλικιωμένους και τα παιδιά που φέρονταν ως ‘’κινούμενες βόμβες’’.

Ο εγκλωβισμός συμβάλλει στην ενίσχυση του αισθήματος της μοναξιάς, της θλίψης και της κατάθλιψης. Τα άτομα κλείνονται στον εαυτό τους, οι κοινωνικές τους δεξιότητες περιορίζονται και οι ικανότητες που έχουν με κόπο κατακτήσει, όπως το να βγαίνουν έξω, να συμμετέχουν σε δρώμενα, να εμπλέκονται σε συναναστροφές, μειώνονται. Όσο μεγαλύτερη είναι η περίοδος απομόνωσης, τόσο εκπίπτει η λειτουργικότητα του ατόμου και τόσο δυσκολεύεται να επανέλθει στο σημείο λειτουργικότητας που ήταν πριν από αυτήν. Αντίστοιχα, όσο μεγαλύτερη είναι η δυσκολία του ατόμου προ εγκλωβισμού, τόσο περισσότερο χρόνο χρειάζεται μετά για να ξαναβρεί το ρυθμό του.

Η επιβολή περιοριστικών μέτρων κι ο έλεγχος των κινήσεων αυξάνει το θυμό, φαινομενικά προς τη δύναμη εξουσίας που επιβάλλεται. Με μια πιο διερευνητική ματιά, παρατηρούμε ότι ο θυμός σχετίζεται με βιώματα και πρόσωπα αναφοράς από τη ζωή του κάθε ατόμου, τα οποία προβάλλονται στους φορείς εξουσίας. Η αντίδραση προς την εξουσία δικαιολογείται από την  ελευθερία της ατομικότητας, όταν δεν είναι μόνο αυτό αλλά και έκφραση εσωτερικευμένης καταπίεσης που έχει το άτομο βιώσει κατά το παρελθόν του.

Αξίζει όμως να βάλουμε και την παρακάτω προβληματική. Οι απαγορεύσεις, που τις βιώνουμε σε όλους τους τομείς της καθημερινότητας και έχουμε μάθει να λειτουργούμε με βάση αυτές, έχουν γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας. Έτσι και στην περίοδο καραντίνας εύκολα επιβλήθηκαν, με θετικά κιόλας αποτελέσματα. Ωστόσο, και δίχως να αναιρείται το προαναφερθέν, οι απαγορεύσεις ελέγχουν το νου και χειραγωγούν την κοινωνία. Κάτω από συνθήκες φόβου απώλειας της ζωής, η οπτική όλων των ατόμων περιορίζεται μόνο σε μια κατεύθυνση. Είναι σημαντικό να αναρωτηθούμε όλοι τι εξυπηρετεί αυτό και τι σημαίνει για την ελευθερία των προσωπικοτήτων.

Το αβέβαιο μέλλον για το πότε θα τελειώσει αυτή η κατάσταση και πού θα οδηγήσει, φέρνει στην επιφάνεια εσωτερικές εντάσεις και συγκρούσεις που σχετίζονται με την προοπτική στη ζωή, με το πώς συνεχίζω και προς τα πού πηγαίνω. Η ψυχολογική πίεση αυξάνεται ραγδαία μπροστά στο άγνωστο, όπου τα σύνορα κλείνουν κυριολεκτικά απομονώνοντας κοινωνίες και συμβολικά καταργώντας δράσεις και δραστηριότητες που οδηγούν στη διέξοδο και την προσωπική ανάπτυξη. Τα άτομα έχουν ανάγκη να δημιουργούν. Κι όσο κι αν αυτό τα δυσκολεύει κάποιες φορές, ταυτόχρονα τα κάνει να απολαμβάνουν το παρόν και να νοηματοδοτούν το μέλλον.

Ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ον και ως τέτοιο τρέφεται από την επικοινωνία και την επαφή, έχει ανάγκη να σχετίζεται και να αγγίζεται. Να πιάνει, να μυρίζει, να αγκαλιάζει, να χαϊδεύει, να κοιτά από κοντά, να προσφέρει και να του προσφέρουν. Η αξία του αγγίγματος είναι μεγάλη και θεραπευτική, τόσο για το σώμα όσο και για την ψυχή. Κι αν σε κάτι ωφέλησε η καραντίνα ήταν ότι στερώντας μας την επαφή, μας έβαλε να διερωτηθούμε για όσα θεωρούμε δεδομένα, για τα πραγματικά ουσιώδη που έχουμε ή ψάχνουμε στη ζωή μας.

Ο χρόνος που περάσαμε με τον εαυτό, το σύντροφο, τα παιδιά μας, έφερε διερωτήσεις σχετικά με το τι τρέχουμε να προλάβουμε στη ‘’φυσιολογική’’ καθημερινότητα μας, για το πώς αξίζει να ζούμε, για το πώς θέλουμε να είναι οι σχέσεις μας με τα αγαπημένα μας πρόσωπα. Η καραντίνα χτύπησε το ευαίσθητο σημείο ολόκληρης της ανθρωπότητας, αυτό της θνητότητας, του μη ελέγχου της ζωής μας. Ο άνθρωπος όμως είναι ο ίδιος ζωή, φέρει τη ζωοποιό δύναμη μέσα του που τον κάνει να συνεχίζει, να μάχεται, να ξεπερνά τις δυσκολίες και να συνδέεται με το φως. Και πάντα η ζωή νικά και τραβάει μπροστά.