Πολλοί γονείς έρχονται στον ψυχολόγο με αίτημα να φέρουν το παιδί τους για να βελτιώσει την αυτοπεποίθηση του. Εντοπίζουν διάφορες συμπεριφορές που τους προβληματίζουν, είτε στο σπίτι είτε στις κοινωνικές συναναστροφές του, και αναρωτιούνται τι μπορούν να κάνουν οι ίδιοι ή και το παιδί για να πιστέψει περισσότερο στον εαυτό του. Είναι γονείς που θέλουν το καλύτερο για το παιδί τους, θέλουν να απολαμβάνει τη ζωή με χαρά και δυναμισμό στο παρόν και στο μέλλον του.
Οι συμπεριφορές που εντοπίζουν, ποικίλουν ανάλογα με την προσωπικότητα και την ηλικία του παιδιού, όπως π.χ. ενώ είναι έξυπνο και ‘’παίρνει τα μαθήματα’’ το ίδιο παραπονιέται ότι δεν τα ξέρει, αγχώνεται στις εξετάσεις και φοβάται ότι δεν θα τα πάει καλά, βγάζει αντίδραση ή και απέχθεια για το σχολείο από την αγωνία του, διστάζει να συμμετέχει σε αθλητικές ή άλλες δραστηριότητες γιατί νιώθει ότι δεν τα καταφέρνει, είναι ντροπαλό και συνεσταλμένο και δυσκολεύεται να κάνει παρέες, πιστεύει ότι δεν είναι όμορφο ή ότι δεν έχει τίποτα το ιδιαίτερο και ξεχωριστό για να το προτιμούν.
Αυτές είναι μόνο κάποιες από τις συμπεριφορές που μπορεί να φανερώνουν την αίσθηση που έχει το παιδί για τον εαυτό του, και σίγουρα δεν είναι οι μόνες. Για αυτό και δεν πρέπει να θεωρηθούν κριτήρια αξιολόγησης της αυτοπεποίθησης. Ας μην ξεχνάμε ότι κάθε παιδί είναι μοναδικό, εκφράζει με διαφορετικούς τρόπους τα συναισθήματα του και συνεπώς καμία συμπεριφορά δεν έχει μία μόνο ανάγνωση.
Τι γίνεται όμως κι ενώ ως γονείς θέλουμε να συμβάλουμε ώστε το παιδί μας να έχει αυτοπεποίθηση, δηλαδή θετική και ρεαλιστική εικόνα των ικανοτήτων και δυνατοτήτων του, δεν το καταφέρνουμε πάντα;
Λέμε ‘’εχθρός του καλού, το καλύτερο’’ και προσπαθούμε να μάθουμε στο παιδί μας το σωστό. Λέμε ‘’χωρίς προσπάθεια δεν γίνεται τίποτα’’ και είναι μεγάλη αλήθεια. Θέλουμε να μάθει να αγωνίζεται δημιουργικά και να μην εγκαταλείπει, γιατί μόνο έτσι θα πάει μπροστά και θα αντιμετωπίζει τις προκλήσεις της ζωής. Θέλουμε να συμβάλουμε στη διαμόρφωση μιας στάσης ζωής που θα το βοηθά να βελτιώνεται, χωρίς να το οδηγεί στο ατέρμονο κυνήγι της ικανοποίησης και στο συνεχές ανικανοποίητο.
Το παιδί είναι ο καθρέφτης του γονιού, συνεπώς αξίζει να διερωτηθούμε πρώτα για την δική μας αυτοπεποίθηση. Η εκτίμηση που έχουμε εμείς για τον εαυτό μας, δηλαδή η πραγματική αναγνώριση των λειτουργικών και μη λειτουργικών πλευρών της προσωπικότητας μας, παίζει καθοριστικό ρόλο στην αυτοεκτίμηση που αναπτύσσει το παιδί μεγαλώνοντας.
Αν εμείς ως γονείς και ως άτομα έχουμε μάθει να μην τα παρατάμε, αν δίνουμε στον εαυτό μας όχι μόνο μία, αλλά και δεύτερη και τρίτη ευκαιρία, μαθαίνουμε με βιωματικό τρόπο στο παιδί να μην είναι αυστηρό και επικριτικό, αλλά ανοιχτό και ευέλικτο σε οποιαδήποτε κατάσταση δημιουργείται στη ζωή του.
Συχνά βαριές λέξεις όπως τελειομανία, υπερβολικές προσδοκίες, αυστηρότητα, απαιτητικότητα, νομίζουμε ότι δεν αναφέρονται σε εμάς, δεν τις αναγνωρίζουμε ως στοιχεία της προσωπικότητας μας. Απλά θεωρούμε ότι προσπαθούμε για το καλύτερο. Δεν αντιλαμβανόμαστε ότι με τις διορθώσεις, τις παρατηρήσεις, τις συμβουλές και τις πολλές συζητήσεις για να μάθει να κάνει κάτι σωστά, πετυχαίνουμε το αντίθετο από το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Κυρίως όμως δεν αντιλαμβανόμαστε πόσο ισχυρά πρότυπα ρόλων και συμπεριφοράς αποτελούμε για το παιδί μας απλά και μόνο με το να υπάρχουμε. Γιατί τα πιο βασικά μηνύματα του τα μεταδίδουμε χωρίς λόγια, καθώς κοιτάζει τη μαμά του και τον μπαμπά του και παρατηρεί πώς λειτουργεί ο καθένας μας στην καθημερινότητα- στο σπίτι, στη δουλειά, με τους φίλους, τους συγγενείς, με τον ίδιο του τον εαυτό-.
Νομίζουμε πως επειδή δεν μιλάμε για τις ανασφάλειες μας, δεν φαίνονται. Νομίζουμε πως επειδή κρύβουμε τα συναισθήματα μας, δεν γίνονται αντιληπτά. Νομίζουμε πως επειδή δεν τσακωνόμαστε μπροστά του, δεν καταλαβαίνει την ένταση που βράζει μέσα μας.
Πόσο εσφαλμένη αντίληψη είναι αυτή. Πόσο πιο ουσιαστικές θα γίνουν οι σχέσεις με το παιδί μας, πόσο εκείνο θα μάθει να εμπιστεύεται τον εαυτό του και να εκτιμά την αίσθηση του, αν εμείς ως γονείς και ενήλικα άτομα μάθουμε να ζούμε με την αλήθεια που κουβαλάμε μέσα μας και δεχτούμε τον εαυτό μας.
Αξίζει να διερωτηθεί ο καθένας που διαβάζει αυτές τις γραμμές, πόσο αλήθεια πιστεύει στις δυνατότητες του; Πόσο εκτιμά τις ικανότητες του; Τις αναγνωρίζει; Προσπαθεί με όλη του την ψυχή να καταφέρει αυτό που επιθυμεί; Εκλαμβάνει την δυσκολία ως κάτι φυσικό και συνεχίζει ή απογοητεύεται και εγκαταλείπει; Πόσο διατηρεί τη θετική εικόνα για τον εαυτό του ακόμα κι όταν κάνει λάθος ή αποτυγχάνει να ανταποκριθεί με τον τρόπο που θέλει;
Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα διαμορφώνουν σε μεγάλο βαθμό την αντίληψη του γονιού για τον εαυτό του και συνεπώς την αντίληψη του παιδιού για τον εαυτό του. Καθορίζουν τις προσδοκίες που έχουμε από το παιδί, δηλαδή το πώς περιμένουμε να διαχειριστεί τις διάφορες καταστάσεις που συμβαίνουν στη ζωή του. Και οι προσδοκίες πάντα προσθέτουν ευθύνη και βάρος, που οι λεπτοί ώμοι ενός παιδιού δεν μπορούν να σηκώσουν.
Καλούμαστε ως γονείς που ενδιαφέρονται για τα συναισθήματα και την ανάπτυξη των παιδιών τους, έμπρακτα με τη στάση μας να αγκαλιάσουμε τα καλά, όμορφα, στραβά και ανάποδα της προσωπικότητας μας, προκειμένου να μάθουμε στο παιδί μας να αγαπά, να εκτιμά και να δέχεται τον εαυτό του για όλα όσα είναι. Και βαδίζοντας σε αυτόν τον δρόμο πετυχαίνει όλα όσα επιθυμεί και ονειρεύεται, ανοίγοντας στις απεριόριστες δυνατότητες της ζωής.